- Κλωδίου
- Κλώδιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… … Dictionary of Greek
σιδηροφορώ — σιδηροφορῶ, έω, ΝΑ [σιδηροφόρος] (ενεργ. και μέσ.) φέρω σιδερένια όπλα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ («σιδηροφοροῡντες... πελέκεις», Διόδ.) αρχ. 1. φορώ σιδερένια δακτυλίδια 2. μεσ. σιδηροφοροῡμαι, έομαι προχωρώ συνοδευόμενος ή περιφρουρούμενος από … Dictionary of Greek
Κάτουλος, Γάιος Βαλέριος — (Gaius Valerius Catullus, Βερόνα 84; – Σίρμιον 54; π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών που σχετιζόταν με τον Καίσαρα. Υπήρξε οπαδός των ιδεών του Βαλερίου Κάτωνα και αρχηγός της σχολής των νέων ποιητών, οι οποίοι είχαν… … Dictionary of Greek
Μίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μ. ο Κροτωνιάτης (6ος αι. π.Χ.). Περίφημος αρχαίος Έλληνας αθλητής, ο οποίος μεταξύ 540 και 516 π.Χ. νίκησε πολλές φορές στο άθλημα της πάλης στους Ολυμπιακούς (6 φορές), στους Πυθικούς (6 φορές), στους Ισθμιακούς (10 … Dictionary of Greek